ξιπάζω

ξιπάζω
burnu havada olmak

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξιπάζω — ξίπασα, ξιπάστηκα, ξιπασμένος 1. τρομάζω κάποιον, τον κάνω να τρομάξει. 2. το μέσ., ξιπάζομαι τρομάζω, σκιάζομαι: Ξιπάστηκε το άλογο από την τουφεκιά. 3. το μέσ., μτφ., περηφανεύομαι, καυχιέμαι, προσπαθώ να κάνω το σπουδαίο: Είδαν στα χέρια τους… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”